- διάχλωρος
- διάχλωρος, -ον (Α)1. ο πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, ωχροκίτρινος2. αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις (πάπυρος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάχλωρος — of translucent green masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek